Σήμερα το πρωί δυσκολευόταν να ξυπνήσει. Ο ήχος που σήμαινε ακολουθούσε επαναληπτική τροχιά κάθε 8 λεπτά. Θα μπορούσε να σηκωθεί και την δεύτερη, αλλά είπε να χαρεί την αίσθηση της αφύπνισης άλλο λίγο, άλλα 8 λεπτά. Μόνο όταν πλέον δεν τον έπαιρνε να το καθυστερήσει άλλο, πήρε την απόφαση να αποχωριστεί την θαλπωρή.
Βγαίνοντας από το σπίτι πήρε μια βαθιά ανάσα, να προλάβει να μαζέψει όση περισσότερη πρωινή αύρα μπορούσε. Θα κάνει ωραία μέρα πάλι σήμερα, σκέφτηκε. Προχωρώντας, πήρε το μάτι του το χαρτί. Ψυχρό, όπως όλα αυτά τα χαρτιά. Ευχήθηκε να μπορούσε να είναι κι αυτός ένας απλός άγνωστος που διαβάζοντάς το, δεν γνωρίζει τι κρύβει πίσω του. Απειλήθηκε προς στιγμήν από μανιασμένες σταγόνες, με αποτέλεσμα να επιταχύνει για να γλυτώσει. Γεύτηκε την πίκρα που ξεχείλισε από τα μέσα του.
Προτίμησε να περπατήσει, για αλλαγή. Είχε ώρα μπροστά του, δεν βιαζόταν.
Ανεβαίνοντας την Πανδρόσου, παρατηρούσε τα μαγαζιά (κλειστά ακόμα) και τους λιγοστούς περαστικούς. Τους καταλάβαινες και αν έκλεινες τα μάτια, από τον θόρυβο των πατούμενων στον απάτητο ακόμη πεζόδρομο. Η Αρχαία Ελλάδα ξετυλίγοταν ανάμεσα σε δεξιά στενά, έχοντας τα πρώιμα χρώματα της ανατολής για φόντο. Χαμήλωσε τους ήχους της σκέψης του για να αφουγκραστεί. Τι ήταν; Ξαφνικά ο ήχος από το μπουζουκάκι ταίριαζε πολύ με τον περίγυρο. Ένας έρημος δρόμος και συντροφιά του κάτι ξεχασμένες πενιές. Χαμογέλασε.
Φτάνοντας στα "Αθηναϊκά κεντρικά" της θρησκείας, οσμίστηκε την παράνομη σχέση. Το πλακόστρωτο είχε αγκαλιά την υγρασία, αποκοιμισμένοι μαζί από τη νύχτα, δεν κρυβόντουσαν πλέον. Και οι πιο απρόσεχτοι το παρατηρούσαν.
Έστριψε να βρει τον κεντρικό. Εκεί ο κόσμος ήταν περισσότερος. Και οι ρυθμοί πιο έντονοι. Μια κυρία ξέπλενε τα απομεινάρια της προηγούμενης μέρας, οι εργαζόμενοι είχαν πιάσει ήδη δουλειά και ξεφόρτωναν. Οι μουσικές επιλογές ήταν πολύ ταιριαστές σε όλη του την διαδρομή. "Μην βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες..."
Το μυαλό του άρχισε να ταξιδεύει. Δεν ασχολιόταν πλέον με την διαδρομή, την έκανε και με κλειστά μάτια. Σκέφτηκε τα πρόσφατα γεγονότα. Προσπαθούσε να βγάλει άκρη με τις παλαιές του σκέψεις, αλλά εις μάτην. Συγκεντρώθηκε στο επόμενο άκουσμα, του ταίριαζε κι αυτό με τον περίγυρο. "Στην πλώρη σου δωσα φιλί, στην πρύμνη την ψυχή μου, την πρύμνη πήρες κι έφυγες, κι έχασα τη ζωή μου..."
Συνέχισε να απολαμβάνει την διαδρομή, παρατηρώντας τους περαστικούς, κάνοντας υποθέσεις, βάζοντας την φαντασία να δουλέψει. Καταλαβαίνεις άραγε από τα πρόσωπα αυτό που κρύβουν, αυτό που τριγυρνάει στο κεφάλι; Όπως η αφή προδίδει την θερμοκρασία;
Θέλω να πέφτει χιόνι όταν γυρίσεις. Εκεί αποφάσισε να κλείσει τα αυτιά του. Το ταξίδι του δεν ήταν ατελείωτο, δεν είχε γαλάζια νερά γύρω του, δεν ταίριαζε με τον περίγυρο. Γέλασε. Κι έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Είπε καλημέρα και αποφάσισε να κρατήσει το χαμόγελο.
No comments:
Post a Comment