Το οποίο ξεκινάς να διασχίζεις και εκεί περίπου στα μισά, ή λίγο πριν ή λίγο μετά, δεν έχει σημασία που, σταματάς. Και μένεις εκεί. Και το αποκαλούμενο "φως" σιγοσβήνει. Και μένεις στο σκοτάδι. Και αποφασίζεις ότι και το σκοτάδι χρειάζεται μερικές φορές, βοηθάει. Βοηθάει να έχεις σκοτάδι γύρω σου, για να βρεις την δύναμη να ανάψεις το εσωτερικό φως. Και αποφασίζεις να μείνεις στο τούνελ. Αποφασίζεις ή δικαιολογείς; Δικαιολογείς την αδυναμία να σηκωθείς στα πόδια σου και να τρέξεις προς την έξοδο. Διότι γνωρίζεις που είναι η έξοδος, μόνο και μόνο επειδή θυμάσαι καλά από πού μπήκες. Όχι γιατί η έξοδος έχει φως. Όχι γιατί η έξοδος έχει φως. Η έξοδος δεν έχει φως. Μάλλον ούτε η είσοδος. Και η είσοδος δεν μπορεί να γίνει έξοδος, αυτό θα σήμαινε αναίρεση της διαδρομής μέχρι εκεί, θα σήμαινε άρνηση των λόγων που σε έφεραν στη σημερινή σου θέση.
Κι αν το καλοσκεφτείς, η δική σου έξοδος μπορεί να είναι είσοδος για κάποιον άλλο. Αλλά σε αυτό το τούνελ, δεν βλέπεις κανέναν. Δεν θέλεις να δεις κανέναν. Ούτε θέλεις να σε δει κανένας. Και καταλήγεις στο ό,τι θα μείνεις ακόμα λίγο σε αυτό το σημείο. Και προσπαθείς να ανάψεις λαμπάκια, να κάνεις την παραμονή σου ευχάριστη. Και στην αρχή το κόλπο πιάνει, γιατί τα λαμπάκια κάνουν τη σκιά σου να φαίνεται διαφορετική στον τοίχο. Κάνουν τη σκιά σου να φαίνεται. Αλλά για πόσο; Και μετά κάτι γίνεται. Η ηχομόνωση εξασθενεί. Ή οι αισθήσεις υπερισχύουν της άρνησης. Και αισθάνεσαι τις διαδρομές από τα διπλανά τούνελ. Και ακούς ευχάριστες νότες. Ίσως και να διακρίνεις ήχους, αντιδράσεις, καταστάσεις που σου θυμίζουν κάτι. Σου θυμίζουν τη δική σου πορεία. Τη δική σου είσοδο στο τούνελ. Και πιστεύεις ότι κανείς άλλος δεν θα κολλήσει στο δικό του τούνελ, θα καταφέρει να βγει. Δεν μπορείς να εύχεσαι το αντίθετο. Αλλά ζηλεύεις. Και εκεί στο σκοτάδι, το παραδέχεσαι. Εκεί, τα παραδέχεσαι όλα. Στον εαυτό σου. Σε κανέναν άλλον. Δεν χρειάζεται να ξέρει κανένας άλλος.
Και μετά; Περιμένεις. Τί περιμένεις ακριβώς; Να βρεις τη δύναμη, να ξεκουνήσεις και να αρχίσεις να περπατάς προς την έξοδο; Να περπατάς, δεν χρειάζεται να τρέχεις. Γιατί πιστεύεις ότι αν βγεις - ή όταν βγεις - όλα θα είναι καλύτερα. Θα είσαι εσύ καλύτερα. Ή μήπως περιμένεις να ανάψει ένα φως στην έξοδο, να σου τραβήξει την περιέργεια και να σε προκαλέσει να βγεις; Αλλά το φως δεν ανάβει. Και δεν μπορείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι πως όσο μένεις μόνη και ανύπαρκτη σε αυτό το τούνελ, κανείς δεν θα σκεφτεί να ανάψει το φως που θέλεις στην έξοδο. Σκέφτεσαι πως μόνο όταν βγεις θα καταφέρεις να δεις φως.
Αλλά το θέμα είναι…πως το μόνο που θέλεις είναι να ανάψει ένας προβολέας, να σε τυφλώσει και να μη σβήσει μέχρι να καταφέρεις να εξαφανίσεις την τεράστια σκιά που δημιουργεί στον τοίχο. Αυτό θέλεις. Και μέχρι να γίνει αυτό, μένεις εκεί, άπραγη. Άπραγη; Όχι. Απλά ακίνητη. Επειδή βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι η εσωτερική διεργασία που περνάς σου κάνει καλό. Αλλιώς θα γυρνούσες την πλάτη στις επιλογές σου.
Και παρατηρείς τα διπλανά τούνελ. Δεν τα βλέπεις, απλά τα αφουγκράζεσαι και δημιουργείς εικόνες. Εσφαλμένες, σωστές, δεν έχει σημασία. Και δεν αναρωτιέσαι πλέον γιατί δεν ενώνονται. Δεν αναρωτιέσαι πλέον γιατί το δικό σου δεν έχει έξοδο κινδύνου. Γιατί θεωρείς ότι έχεις ξεπεράσει τον κίνδυνο. Γιατί πιστεύεις ότι δεν θα ανάψει φως στην έξοδο. Γιατί πιστεύεις ότι κάποια κατολίσθηση έχει φράξει την είσοδο. Γιατί είσαι σίγουρη ότι θα μπορέσεις να βγεις. Πως; Όταν ακουστεί το "μπουμ"…