Thursday, April 26, 2007

Τρέμω το χέρι σου ν'αφήσω...

Το καλοκαιράκι συνεχιζόταν ακάθεκτο, ακόμα κι αν δεν του φαινόταν. Ούτε που θυμάμαι τη χρονιά… Ήταν αυτό το δύσκολο διάστημα του να γυρίζεις από διακοπούλες, όταν οι υπόλοιποι ακόμα τις κάνουν… Άκουγα ραδιόφωνο χαλαρώνοντας (ή προσπαθώντας να χαλαρώσω) και, κυρίως, να μην σκέφτομαι. Να μην σκέφτομαι ότι κάνει ζέστη, να μην σκέφτομαι τις μέρες που πέρασα, να μην προβληματίζομαι για κάτι, γενικά. Η παραγωγός έλεγε τα δικά της. Δεν την πρόσεχα. Σκεφτόμουν. Δεν τα κατάφερνα… ξαφνικά βάζει ΤΟ τραγουδάκι. Αυτό μου απέσπασε την προσοχή, καθώς και ένα γελάκι, στην άκρη, στα χείλη. Και το μυαλό άρχισε να ταξιδεύει, να θυμάται. Ξεκινώντας από τα πρόσφατα, πηγαίνοντας σε παλαιότερα, σε κάθε φορά. Τις σκέψεις μου σταμάτησε η φωνή της. Δεν ξέρω γιατί αυτή τη φορά κατάφερε να τις σταματήσει, ενώ μέχρι προσφάτως ούτε που την άκουγα.

«Που λέτε, δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει και εσείς, αλλά αυτό το τραγουδάκι το κάνει ακόμα το σουξέ του! Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ήμουν στην Μύκονο και μου έτυχε το εξής φοβερό! Σάββατο βράδυ, στο La Notte, ο τραγουδιστής να λέει αυτό το τραγούδι και μια παρέα 10 ατόμων στο πρώτο τραπέζι πίστα, να τραγουδάνε αγκαλιασμένοι γύρω από το μικρόφωνο που τους είχε δώσει ο τραγουδιστής!!! Φοβερή εικόνα! Μπράβο στα παιδιά!»

Έμεινα. Το πρώτο κομμάτι του σώματός μου που αποφάσισε να ξεκολλήσει από την νιρβάνα ήταν, φυσικά, το μυαλό μου.

Δεν ξέρω πως μας είχε κολλήσει αυτό το τραγούδι, αλλά πραγματικά ήρθε κι έδεσε. Το κάναμε ύμνο και έγινε δικό μας. Και σε κάθε ευκαιρία, γινόμασταν μια αγκαλιά, μια χούφτα άνθρωποι να τραγουδάνε, να γελάνε, να χοροπηδάνε, να αγαπιούνται, να σφίγγουν τις ζωές τους, να ζουν. Εκείνο το βράδυ, λες και το είχαμε προγραμματίσει, ήμασταν έτσι. Στο πρώτο του άκουσμα, άρχισαν να χορεύουν τα βλέμματα. Μετά τα χέρια, τα στόματα, τα πόδια, τα σώματα, όλα ένα. Βγάζαμε ευτυχία μέσα από μια τεράστια αγκαλιά και την φυσάγαμε να πάει ψηλά, να απλωθεί σε όλο το μαγαζί και να τους καλύψει όλους! Το μικρόφωνο ήταν περιττό. Είχαμε τις φωνές μας, που έβγαιναν από τα σωθικά μας και κάλυπταν τα πάντα: τα προβλήματά μας, τις γκρίνιες μας, τις φωνές άλλων, τα μουσικά όργανα, τα πάντα.

Σύντομα ξεκόλλησα από τις σκέψεις μου και συνειδητοποίησα τι είχε παιχτεί. Τι είπε ρε παιδιά η τύπισσα;;;;;;; Φόρεσα ένα χαμόγελο, συγκρατημένο θα έλεγα. Εγώ μέσα μου ήξερα ακριβώς τι συνέβαινε σε αυτή την παρέα. Αλλά με γέμισε αισιοδοξία η εικόνα που δώσαμε, άθελά μας, σε ένα τρίτο άτομο. Εκεί που νομίζαμε πως ήμασταν μόνοι μας στη γη, ξαφνικά κατάλαβα ότι υπήρχε κόσμος τριγύρω και μας παρακολουθούσε, έπαιρνε από τη χαρά μας και μας ευχαριστούσε. Ήπια μια γουλιά καφέ, και σταμάτησα να το σκέφτομαι. Τι είχα να λέω πάλι το βράδυ που μας είχε καλέσει ο Κ. για φαγητό!!!! Άντε να με πιστέψουν!!!

Το ακούμε ακόμα το τραγουδάκι μας. Ακόμα κι αν έχουμε αποδεκατιστεί. Είμαι σίγουρη ότι όλα τα μέλη, τα τότε μέλη, όπου κι αν βρίσκονται, σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν είναι στη ζωή τους, με οποιαδήποτε ψυχολογία, όταν το ακούν, σκάνε το χαμόγελο. Έστω και με λίγη πίκρα, έστω και αναπολώντας. Έστω κι αν εύχονται να ξαναγίνουν μια αγκαλιά…

Friday, April 20, 2007

7 τραγούδια...

Ήρθε (κι έμεινε) στα χέρια μου το νέο cd με την συναυλία που έδωσαν Αλεξίου – Μάλαμας – Ιωαννίδης για τα γενέθλια γνωστού ραδιοφωνικού σταθμού. Ωραιότατο, να το πάρετε, αν δεν το έχετε. Κι αν ήσασταν στην συναυλία, να μην μου ξαναμιλήσετε!

Κι έτσι, φίλοι μου, ενισχύθηκε αυτό που με έχει πιάσει τώρα τελευταία με τη μουσική. Λες κι έπεσα στο πηγάδι, ένα πράμα. Ήρθε και χώθηκε μέσα μου, πιο έντονα από ποτέ. Και διοχετεύεται παντού, στα χείλη μου, στις σκέψεις μου, στο μυαλό μου, στα πόδια μου, στα χέρια μου. Και την έχω συνέχεια κοντά μου. Με συντροφεύει. Βγαίνει από τα χείλη μου, κινεί τα πόδια μου, σηκώνει ψηλά τα χέρια μου, αφαιρεί τις σκέψεις μου, ταξιδεύει το μυαλό μου.

Επτά τραγούδια θα σας πω, για να διαλέξετε το σκοπό, με τον οποίο θα σπάσω επτά ποτήρια στ’ ουρανού τα πανηγύρια.

Ποτήρι 1 ο - Πανηγύρι 5 ο.
Δεν θέλω πια να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια, σαν να ‘ταν όλα ψέματα, στάχτες κι αποκαΐδια, θέλω ανοιχτά παράθυρα να με χτυπά αέρας, να ‘χω τον νου μου αδειανό, να ‘χω και πρίμα τον καιρό. Δεν θέλω πια να μου μιλάς για όσα έχεις ζήσει, δεν χάθηκε κι ο κόσμος πια το τζάμι αν ραγίσει, θέλω να ‘ρθεις και να με βρεις, να κάτσεις να τα πούμε, πως νοιώθουμε παράφορα, πως ζούμε έτσι αδιάφορα. Δεν θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια, χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια. Θέλω να φύγεις να σωθείς, να πάψεις να γκρινιάζεις, να ξεχαστείς στη διαδρομή, ποιος ήσουν και πως μοιάζεις, έτσι θα σ’ αγαπώ πολύ και θα σε βλέπω λίγο, σαν μια γυναίκα μακρινή που αγάπησα πριν φύγω...

Ποτήρι 2 ο - Πανηγύρι 3 ο.
Ανάβω μια φωτιά στο νου, ρωτώ και τυραννιέμαι, για το παλιό μας όνειρο, λέω κι αναρωτιέμαι. Που πήγαν τα λιμάνια, οι αγκαλιές τα ξημερώματα, γίνηκαν όλα στάχτες κι αφορμές, πικρά καμώματα. Χρωστάω όσα δεν έζησα, μα κι όσα έχω ζήσει μες την καρδιά μου ανατολή, και στο μυαλό μου η δύση. Τα λόγια, τα μισόλογα, τα ρούχα τα κλεμμένα, είναι το ψέμα που μισώ γιατί θυμάμαι εσένα. Τα λυπημένα βλέμματα, δεν είν' του κόσμου ψέματα, μα της ψυχής η αναπνοή, και της ζωής η ανταμοιβή.

Ποτήρι 3 ο - Πανηγύρι 1 ο.
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω, πως να σου το πω, έλεγα περνούν τα χρόνια, θα συμμορφωθώ. Μα είναι δώρο άδωρο, ν' αλλάξεις χαρακτήρα, τζάμπα κρατάς λογαριασμό, τζάμπα σωστός με το στανιό. Έξω φυσάει αέρας κι όμως μέσα μου, μέσα σ' αυτό το σπίτι, πριγκηπέσα μου, το φως σου και το φως, χορεύουν γύρω μας, απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας. Άλλα θέλω κι άλλα κάνω κι έφτασα ως εδώ, λάθη στραβά και πάθη μ 'έβγαλαν σωστό. Ξημερώματα στο δρόμο ρίχνω πετονιά, πιάνω τον εαυτό μου και χάνω το μυαλό μου...

Ποτήρι 4 ο - Πανηγύρι 4 ο.
Πέρασαν μέρες, χωρίς να στο πω, το σ’ αγαπώ, δυο μόνο λέξεις
αγάπη μου πως θα μ’ αντέξεις, είμαι παράξενο παιδί και σκοτεινό
Πέρασαν μέρες, χωρίς να σε δω, κι αν σε πεθύμησα δεν ξέρεις,
κοντά μου πάντα θα υποφέρεις, σου το χα πει ένα πρωί βροχερό
Θα σβήσω το φως κι όσα δεν σου ‘χω χαρίσει, σ’ ένα χάδι θα σου τα δώσω, κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω, μες του μυαλού μου το μαύρο βυθό,
θα κλάψεις ξανά που μόνος θα μείνεις κι εγώ πιο πολύ κι από μένα, μες σε δωμάτια κλεισμένα, το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ
γιατί μες τ’ όνειρο μόνο ζω
στα σοβαρά μην με παίρνεις είναι το μυαλό μου θολό, είναι κι ο κόσμος μου αστείος κι όταν με βαρεθείς τελείως ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θέλεις
κι εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο και κάποιο στοίχο που σου μοιάζει κοιτάζω έξω και χαράζει κι έγινε τ’ αύριο πάλι, χτες...

Ποτήρι 5 ο - Πανηγύρι 7 ο.
Πετάω πέτρες στο γιαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω, όλα τα λόγια που 'χω πει πρέπει να τ' αγαπήσω κι ας ήταν όλα ψέματα κι ανόητα μπερδέματα, ποιος θα το βρει να μου το πει; Περνάνε σκέψεις στο μυαλό σ' ένα δωμάτιο κλειστό, μια στη λαχτάρα που αγαπώ στην ταραχή που βλαστημώ και τον χαμένο μου καιρό να ξεγελάσω δεν μπορώ
Πετάω πέτρες στο γιαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω, όλα τα λάθη που έκανα πρέπει να τα μετρήσω κι αν ήταν όλα σφάλματα, σάλτα, ανώφελα άλματα, ποιος θα το βρει να μου το πει.
Ποτήρι 6 ο - Πανηγύρι 2 ο.
Όλα τ' αρνιέμαι μα απ' αυτά κρατιέμαι, όπως τα μάτια σου υγρά τη νύχτα, σκαρφαλωμένα σε μια γυρισμένη πλάτη, καραδοκούν, μαντεύουν, ξεψυχάνεκάτι ανοίγει ξαφνικά μες στο μυαλό μου και στρίβω στη γωνιά με βήμα μεθυσμένομη μ' αρνηθείς, σκοπός γι' αυτή την εκδρομή είναι το τέλος μου κι όχι μια αρχή.Όλα τ' αρνιέμαι μα απ' αυτά κρατιέμαι, όπως τα μάτια σου υγρά τη νύχτα.
Τα βράδια είναι ατέλειωτοι αιώνες μαζεμένοι, μέσα στον ύπνο το βαθύ όλοι ταξιδεμένοι. Άλλοι γυρίζουν με το νου και άλλοι στα εμπόδια, άλλοι ψηλά αρμενίζουνε κι έχουν φτερά στα πόδια.


Ποτήρι 7 ο - Πανηγύρι 6 ο.
Kλείνω τα φώτα και κοιτάζω τις σκιές, χίλια βουνά και θάλασσες βαθιές, σπηλιές και ξέφωτα, νεράιδες και γητειές, ένα καμίνι με καταπίνει. - τα ρούχα μου μυρίζουνε φωτιά. - άσε τα ψέματα και βγες απ' τον τεκέ. Άρχοντα σβήσε τα παλιά σου μυστικά, άναψε σπίρτο να σε βρει καμιά αγκαλιά, κόλπα κι αινίγματα μ' ανάβουν το μυαλό, δεν έχω δρόμο κι ουρανό...
Λέω παραμύθια να ξορκίσω το κακό, να γίνουν όλα μαγικά μ' ένα χορό, σκάλα μ' ανέβασες πριν πέσω χαμηλά, τώρα γυρίζω στα παλιά.

Back-up…ποτέ δεν ξέρεις.
Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί, τώρα στη μαύρη αρρώστια, ανάξια πλερωμή. Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε, μα η ζωή λεχώνα ελπίδες γέννησε. Τίποτα δεν πάει χαμένο, στη χαμένη σου ζωή, τ' όνειρό σου ανασταίνωκαι το κάθε σου "γιατί". Ποτέ δε λες η μοίρα, πως σε αδίκησε, μα μόνο η Ιστορία αλλιώς σου μίλησε. Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός, μα χθες μες στην πορεία περνούσες γελαστός .

Καλό ΣΚ!

Sunday, April 15, 2007

Roses vs. thorns



Μέσα στην καρδιά μου υπάρχει ένα αγκάθι. Έχει φυτρώσει και έχει μείνει εκεί για τα καλά. Φύτρωσε για λόγους που εγώ δεν έλεγχα και έμεινε εκεί να μεγαλώνει λίγο-λίγο χωρίς να το θέλω. Στους περισσότερους, ή και σε όλους τους γύρω μου, δεν φαίνεται, δεν το γνωρίζουν. Και κάθε φορά που σκάει καινούργιο κλαράκι, λέω θα το έχω συνηθίσει και δεν θα πονέσει τόσο όταν βγάλει τα μυτερά του ποδαράκια. Και κάθε φορά, πονάει. Πονάει σαν να είναι το πρώτο κλαράκι του, πονάει κάθε φορά λες και είναι η πρώτη. Λες και δεν το γνωρίζω ότι θα βγει, λες και δεν το περιμένω. Και δεν το θέλω, θέλω να φύγει. Μα δεν μπορώ να το βγάλω, πρέπει να ξεριζώσω και την καρδιά μου μαζί. Δεν βγαίνει αλλιώς.

Υπάρχουν μέρες που γλυκαίνεται. Μαλακώνει. Αυτό συνήθως γίνεται λίγο πριν να βγει το καινούργιο κλαράκι.

Σήμερα πάλι ήρθε να με διαλύσει. Το ήξερα, το περίμενα, το αισθανόμουν από χτες, το απωθούσα, λες και μπορούσα να το αποφύγω. Και τώρα νιώθω την πληγή που έκανε το νέο αγκάθι. Την αγγίζω σχεδόν. Κλείνουν γρήγορα οι πληγές αυτές, δεν λέω. Απλά… ίσως δεν επουλώνονται.

Πολλοί θα με πουν υπερβολική. Πολλοί θα κουνήσουν συγκαταβατικά το κεφάλι, συμφωνώντας με αδιαφορία. Πολλοί δεν θα με πιστέψουν καν. Πολλοί δεν θα με πάρουν χαμπάρι. Αλλά κανένας, μα κανένας, δεν θα με καταλάβει. Γιατί, ποιός έχει το ίδιο αγκάθι μέσα του; Δεν ζητάω κατανόηση, ούτε συμπόνια. Θέλω την γωνίτσα μου, να περάσω το διάστημα που χρειάζεται να ξεχάσω την πληγή. Μέχρι την επόμενη φορά…

Wednesday, April 11, 2007

Revenge

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο (λέει ο σοφός λαός). Και το κατσίκι κρύο τρώγεται καλύτερα, λέει ο πατήρ μου. Εμένα δεν μου αρέσουν τα φαγητά κρύα. Ειδικά από ψυγείο....άπαπα. Η εκδίκηση πάλι, πρέπει να βγαίνει από τον καταψύκτη (λέω εγώ). Τώρα θα σου πω ότι, εν γένει, δεν είμαι εκδικητικός τύπος. Σε σημείο αηδίας όμως. Σε σημείο που, τις περισσότερες φορές, η εκδίκηση ετοιμάζεται εν αγνοία μου και όταν είναι σε τελικά στάδια, έρχεται, μου χτυπάει την πόρτα, μου συστήνεται, αρχίζω τα "μα, δεν σας περίμενα, θα μπορούσατε να με ενημερώσετε...Τι; Βέβαια, να σας βοηθήσω, τι θέλετε;;; Ε, αφού ετοιμαζόσασταν τόσο καιρό, μην πάει χαμένος ο κόπος...Περάστε...!"

Αυτό το Πάσχα λοιπόν, σημείωσα πολλά περιστατικά εκδίκησης (δεν ξέρω αν ήταν παγωμένη, κρύα ή απλά σε θερμοκρασία δωματίου), τόσο σε μένα αλλά και γενικά στους γύρω μου.

1. Η εκδίκηση του παπά
Εμείς στη γειτονιά ήμασταν ανέκαθεν πρωτοπόροι. Από το σχολείο θυμάμαι. Γαλλικά από 2α δημοτικού, αρχαία στο γυμνάσιο, μεγαλεία στη Γαλλία και τέτοια. Ε, μας ήρθε και νέος παπάς και έδεσε η μεσαμπέλ – που λέει και η γιαγιά μου. Βέεεεβαια! Τα ευαγγέλια τα καλύψαμε με ένα ωραιότατο νέφτι και εκεί που οι υπόλοιποι ήταν στο 5ο, εμείς Τον είχαμε καρφώσει κιόλας. Τέτοια βιασύνη να Τον κρεμάσουμε επί ξύλου, πρωτοφανές! Με την ίδια βιασύνη τον αποκαθηλώσαμε. Εκεί που οι άλλοι το σκεφτόντουσαν, σου λέει πέθανε-δεν πέθανε, εμείς κλάμα οι κυρίες. Να μην σου πω και για τον επιτάφιο. Δεν ξέρω, πήγαμε σε άλλη εκκλησία, γιατί δεν προλάβαμε το 5λεπτο που ο παπάς έκανε περιφορά τον επιτάφιο – γύρω από την εκκλησία στο προαύλιο… Τώρα τι περιμένεις;;; Ανάσταση στις 12;;; Άντε καλέ! Γιατί αγαπητέ πιστέ, δεν πρέπει να έρχεσαι στην εκκλησία μόνο για το Χριστός Ανέστη, πρέπει να πηγαίνεις από νωρίς, να ακούς τη λειτουργία και μετά να Τον ανασταίνεις στις 23:30. Και όποιος πρόλαβε, την Ανάσταση είδε. Και μην νομίζεις ότι τώρα που το έμαθες και μου έρχεσαι από τις 23:20, του χρόνου θα είσαι μέσα… Του χρόνου, από τις 23, φίλε πιστέ!!!!! (άσχετο, αλλά η πεντηκοστή μας όπου να ‘σαι φτάνει….)

2. Η εκδίκηση του λεμονιού
Σάββατο πρωί. Τι να κάνω, τι να κάνω. Ας βοηθήσω σε καμιά δουλειά-προετοιμασία φαγητού, για να μην λένε ότι κάθομαι κιόλας… «Τι να κάνω εγώωωω;;;;» (ήδη ξέρεις ότι αυτό είναι λάθος ερώτηση) Η μαμά – μπουχτισμένη μέσα στην κουζίνα, με κοιτάει λίγο στραβά… Ο μπαμπάς μου λέει να πάρω τα λεμόνια που έφεραν από το νησί, να τα στύψω και να τα βάλω σε παγοκυψέλες, γιατί μέχρι να τα χρησιμοποιήσουμε θα χαλάσουν, ενώ έτσι διατηρούνται (καλά, δεν είπε όλα αυτά, απλά κάνω την επεξήγηση για να μην με κοιτάτε σα χάνοι, όσοι δεν γνωρίζουν). Ωραία, λέω κι εγώ, θα ανέβω στην κουζίνα της αδελφής μου, να έχω και άπλα, θα βάλω μουσικούλα (η αθεόφοβη ΜεγαλοΣαββατιάτικα) και μια χαρά! Μπάαααα… Το όνειρο γκρεμίστηκε μόλις αντίκρισα τα 10 κιλά λεμόνια που θα έπρεπε να στύψω… (είμαστε υπερβολικοί σαν οικογένεια-μην μας βλέπεις έτσι) Από μπράτσο όμως, δεν μπορείς να πεις!

3. Η εκδίκηση του μαρουλιού
Αφού τελείωσα το καταπληκτικό έργο που μου αναθέσανε (κάνοντας τα ίδια λάθη), ξαναρωτάω τι άλλο να κάνω… Άνετα! Πάρε τα μαρούλια, να τα πλύνεις και να τα κόψεις για τις μαγειρίτσες!!! Χμμμμ… Μην ξαναλέμε τα ίδια, το όνειρο γκρεμίστηκε όταν αντίκρισα τις ποσότητες. Ουφ. Οδηγίες προς ναυτιλομένους: να τα πλύνεις με κρύο νερό μην μουλιάσουν με το ζεστό (να κάνεις και επιδερμίδα στα χέρια) και να τα κόψεις λεπτές λωρίδες – δεν θα τα φάμε σαλάτα – γιατί αλλιώς θα είναι σαν να τρως μακαρονάδα αντί για μαγειρίτσα και θα ψάχνεις την άλλη άκρη της μαρουλολωρίδας! Μάλιστα! Ένα θα σου πω: αγκύλωση! Τα δαχτυλάκια μου ήρθαν κι έγιναν…

4. Η εκδίκηση του λουκάνικου

Μ. Σάββατο, βράδυ, μη φανταστείς, λίγο μετά τις 12, αφού έχουμε αναστήσει τον Κύριο από τις 23:30 (τι ρωτάς κι εσύ τώρα...τα είπαμε) και βουρ στο τραπέζι για το φαγοπότι. Σιγά το φαγοπότι θα μου πεις, στις 2 μπουκιές έχεις σκάσει γιατί τα βλέπεις όλη μέρα μπροστά σου, τα έχεις τεμαχίσει, βράσει, ανακατέψει, αλατίσει, σιχτιρίσει και όλα τα –ίσει (σεμνάαααααα!). Και εκεί που τεμαχίζω το λουκανικάκι που το είχε άχτι η αδελφή μου και το έψησε (θα μου πεις, δεν το έκοβε και μόνη της;;; Έχεις τα δίκια σου…), το βάζω κάτω η δικιά σου να το κόψω φέτες, μη γίνει η σφαγή του Δράμαλη όταν φτάσει στο τραπέζι… Και σλουπ! Έκπληξηηηηη!!!!! Το λουκάνικο έκρυβε ένα σιντριβάνι στα σωθικά του, τα υγρά του οποίου έβαλαν στόχο το μάτι μου! Πάρ’ τα!!!! Με κινήσεις που θα ζήλευαν στο matrix, απέφυγα το μεγάλο κακό. Το ματάκι περικυκλώθηκε από ένα ωραιότατο καυτό ζουμί και εγώ θα έπρεπε να κάνω και προσευχή που την γλίτωσα… Το σημάδι το προλάβαμε με την έγκυρη παρέμβαση της μανούλας, αλλά το λουκάνικο (και τα ζουμιά του) το τσακίσαμε όλοι για παραδειγματισμό!!!

5. Η εκδίκηση του κοιμισμένου
Αυτό δεν είναι και τόσο ευχάριστο όσο να το πεις, αλλά το αναφέρω επειδή είχε καλή κατάληξη. Η αδελφούλα μου η μεσαία – τονίζω είναι στον μήνα της – ξεκίνησε την Κυριακή να πάει προς τα πεθερικά να φάνε μαζί. Μετά από 1 ώρα μας πήρε τηλέφωνο στο σπίτι από το σπίτι της! Χμμμ. Τι παίχτηκε;;; Ένας ηλίθιος κοιμισμένος-φαντασμένος (και όλα τα –μένος) πήγε το ζώο και προκάλεσε καραμπόλα πασχαλιάτικα, με τελικό αποδέκτη το αυτοκίνητο της αδελφής μου. Ουφ… Ζημιά στην αδελφή μου, καμία, εκτός από κάτι νεύρα, ένα χαλασμένο Πάσχα και φυσικά ΠΕΙΝΑ. Ζημιά στο αμάξι, χεστήκαμε, άλλος πληρώνει. Ας μην κοιμόταν όρθιος. Τέλος καλό, όλα καλά.

6. Η εκδίκηση των Σταματηκών
Όπου Σταμάτης, βλέπε Γονίδης. Καλέ;;; Τι έχω χάσει;;; Γιατί όλα τα κανάλια αποφάσισαν να μας ταΐσουν Σταμάτη φέτος;;;; Βρε, σουξέ! Αφού καθόμασταν και βάζαμε στοιχήματα, ποια μπουζουκερί είναι πιο παλιά, κρίνοντας από τα μάγουλα, την κοιλιά, γενικά την σωματική διάπλαση του Γονίδη, όχι εδώ είναι πιο ντζόβενο, όχι εδώ είναι πιο πουρό…

Και εις άλλα με υγεία, λοιπόν…

Tuesday, April 03, 2007

Πασχαλινές διαδρομές


Το Πάσχα έχει πολλές παραμέτρους για κάθε άνθρωπο. Καθένας αποκτά τις συνήθειές του, άλλοι το αγαπούν, άλλοι το περνάνε αδιάφορα, άλλοι το περιμένουν πως και πως και άλλοι δεν ξέρουν καν πότε πέφτει.


Τα δικά μου ήταν πάντα ξεχωριστά. Εκτός από τα πολύ παλιά μου, που και να ήθελα, δεν θα τα θυμόμουνα, και ό,τι ξέρω είναι από περιγραφές για το πόσο ωραία είχαμε περάσει τότε - ναι, κι εγώ εκεί ήμουν, αλλά ασχολιόμουν με τις μπούκλες μου. Μετά ήρθαν άλλα. Κάτι αρραβώνες, κάτι γεννητούρια, κάτι προσωπικές "αναστάσεις", τα οποία συνέπεφταν με τον εορτασμό του Πάσχα.
Το Πάσχα για μένα είναι η γιορτή των αισθήσεων. Ξεκινάει σιγά-σιγά την Κυριακή των Βαΐων και, μετά από 7ήμερους εορτασμούς, καταλήγει την Κυριακή του Πάσχα. Έτσι, κάθε αίσθηση, με ορισμένες να έχουν την τιμητική τους, μαζεύουν τα απαραίτητα εφόδια για πολύ καιρό.
Η Όσφρηση βγαίνει στο σεργιάνι πρώτη. Την παρασύρει η ευωδιά από τα βάγια και τα αναζητά. Τα μυρίζεται στον αέρα να πέφτουν σαν βροχή, σαν να καλωσορίζουν κάποιον. Μαζεύει μερικά και τα φυλάει.


Η Αφή ξεκινά να ανταμώσει τα υλικά της. Τα βάζει σε σειρά, τα μετράει, τα ζυγίζει. Κάθε φορά το ίδιο πράγμα. Λες και είναι άγνωστα μεταξύ τους και αποφασίζει εκείνη ποιά θα γνωριστούν με ποιά. Ποια θα συνυπάρξουν με ποια. Το κάθε υλικό μαγεύεται στο άγγιγμά της και παιχνιδίζει. Σαν να παίζουν κρυφτό, βρίσκοντας απόκρυφες κρυψώνες. Κι ύστερα, αποκοιμούνται το ένα μέσα στο άλλο, κουρασμένα από το παιχνίδι. Κι ο ύπνος τους αναδύει τις πιο όμορφες μυρωδιές, παρακινώντας την Όσφρηση να τις ακολουθήσει.

Η Αφή, αφού παραδώσει το δημιούργημά της στην Γεύση, πάει στο καθιερωμένο της ραντεβού. Εκεί μαζεύονται όλες, σαν σε μυστήριο. Ζευγαρώνουν με το λάδι και φεύγουν, ευλογημένες.
Φεύγουν για να συνεχίσουν τα μαγικά τους και να μετατρέψουν την ευλογία σε χρώμα. Κόκκινο, βαθύ χρώμα. Η Όραση ξεκινά να χορεύει στους ρυθμούς της πορφύρας, στο εκθαμβωτικό γυάλισμά της. Γλυστράει, πέφτει, ξανασηκώνεται...




Όταν θα ξεμυτίσει η Ακοή, θα έχει πέσει το σκοτάδι. Θα την τραβήξει ένας βουβός ήχος. Ένας σπαραγμός, ένας θρήνος. Κι όταν φτάσει, θα ταραχτεί από τον ήχο του ξύλου, καθώς το χτυπάνε, ο ένας χτύπος μετά τον άλλο. Το ένα καρφί μετά το άλλο. Και στην ατμόσφαιρα θα επικρατήσει παγωνιά. Παγωνιά, που ανατριχιάζει την Αφή. Η Όραση κρυμμένη, λες και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κακό. Μόνο το Φως μπορεί να την λυτρώσει...θα το περιμένει με ανυπομονησία.


Κάτι διαφορετικό κάνει την Όσφρηση να βγει στους δρόμους. Κάτι που έρχεται από μακριά, από άλλους τόπους. Και την μαγεύει... Το Άγιο Μύρο ζευγαρώνει με λογής-λογής λουλούδια και αναδύουν ένα άρωμα που καθηλώνει. Η Όσφρηση, ζαλισμένη, το ακολουθεί μέσα στο πλήθος, σα να θέλει να το φυλακίσει μέσα της, να μην της φύγει ποτέ.

Η Ακοή βάζει τα καλά της. Παίρνει την Όραση από το χέρι, την καθοδηγεί. Σύντομα θα βάλει κι εκείνη τα καλά της. Η καθεμιά περιμένει την δική της λύτρωση, την δική της ανάσταση. Το άκουσμα της καμπάνας, να αντηχεί χαρμόσυνα. Το αντίκρυσμα του Αγίου Φωτός, να της φωτίζει τα κλειστά μάτια. Όλες μαζί, χαρούμενες, πάνε επιτέλους να συναντήσουν την Γεύση. Να της πούνε να σταματήσει να κρύβεται, οι πειρασμοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής και την άφησαν ελεύθερη!